8.9.10

Αφύπνιση.

Κοιτάζεις χλωμός έξω απ' το παράθυρο. Παρατηρείς την αντανάκλαση της ραγισμένης σου ψυχής στα θολά παράθυρα των γύρω κτιρίων. Βρέχει. Το υγρό σου βλέμμα επικεντρώνεται στις σταγόνες που μαστιγώνουν τον άψυχο δρόμο. Προσπαθείς να τις μετρήσεις, μία - μία. Να τις απομονώσεις και να καταγράψεις το ακριβές τους σχήμα, την ταχύτητα πρόσκρουσής τους. 

Απαριθμείς λοιπόν σταγόνες και βιώματα. Κάθε ψιχάλα και μία νεκρή ανάμνηση. Αν όλη σου η ζωή είναι μία ατέρμονη καταιγίδα, τι σου μένει; Αν τα βιώματά σου πέφτουν βίαια στο δάπεδο του μυαλού σου κι εξατμίζονται σαν το νερό της βροχής, τι έχεις να θυμάσαι; Τίποτα, παρά μόνο την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Του κενού. Μια διαρκής ανακύκλωση εφήμερων συναισθημάτων και αναλώσιμων ανθρώπων. Ναι, οι άνθρωποι είναι αναλώσιμοι. Αντικαταστατοί. Δεν τους έπλασες εσύ έτσι. Εύχεσαι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Να μην έβρεχε ανθρώπους που εξατμίζονται. Να ζούσες στη γλυκιά άγνοια μιας ηλιόλουστης μέρας. Εύχεσαι να έπεφτες κι εσύ στο κενό, να γινόσουν χίλια κομμάτια και να εξαϋλωνόσουν. Ίσως η ύπαρξή σου να έβρισκε έτσι το δικαιολογητικό της λόγο. Ίσως πάλι απλά να βίωνες το συναίσθημα της καταστροφής, του μηδενισμού, ώστε να ακολουθήσει η επανεκκίνηση. Κάθαρση θαρρείς το λένε. 

Η βροχή έξω μαίνεται. Εσύ, στη ζεστασιά του δωματίου. Τα πάντα θολώνουν. Οι σταγόνες πέφτουν πλέον μόνο για σένα. Οι περαστικοί κινούνται καλυμμένοι απ'το πέπλο της ανασφάλειας. Απρόσωπα βλέμματα και βιαστικά βήματα. Το τσιμέντο φταίει. Το τσιμέντο και η χαμένη αθωότητα.

Στρίβεις τσιγάρο να ξεχαστείς. Ο αναπτήρας πάλι χαμένος. Ψάχνεις στις σκονισμένες τσέπες του ταλαιπωρημένου παλτού και τον βρίσκεις. Ανάβεις το γλυκό σου θάνατο και ρουφάς τον καπνό με μανία. Η σκέψη αρχίζει να τρέχει. Το γνωστό μοτίβο επιστρέφει. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα είναι σβηστά. Τα λόγια της αντηχούν ακόμα. Συγχρονίζονται με τη βροχή. "Είσαι ένα τίποτα". Ίσως και να είσαι. Ένα ευθυτενές τίποτα. Ένα σάπιο κουφάρι από διασκορισμένες μνήμες. 

Φεύγεις απ'το παράθυρο. Κουράστηκες απ' τη βροχή. Ήρθε η ώρα για το νιοστό ποτό της βραδιάς. Το γνωστό. Το δικό της. Το δικό σας. Βασικά, δεν είναι κανενός. Ένα συνηθισμένο ουίσκι είναι. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα παραμένουν σβηστά. Οι σκέψεις πάλι δρασκελίζουν σκοτεινά μονοπάτια. Αυτά που προσπαθείς να διαγράψεις απ' το χάρτη, μα η πυξίδα σου έχει άλλη άποψη. Χέρια. Ακροδάχτυλα. Αργές κινήσεις στο φως τον κεριών. Και στη μέση ο καπνός. 

Φτάνεις τη λύτρωση, είσαι σχεδόν εκεί. Όχι. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα μονίμως σβηστά. Το ποτήρι τελείωσε κιόλας, θαρρείς σα να μην άντεξε ούτε αυτό τον πόνο της ψυχής και επέλεξε το δρόμο της φυγής. Κι εσύ αυτόν ψάχνεις απεγνωσμένα, θυμάσαι;

Το ποτό τελείωσε. Μένει ένα τελευταίο τσιγάρο. Σημαδιακό. Ανάβαση. Κατάβαση. Για τα φώτα ούτε κουβέντα πια. Βάζεις να ακούσεις μουσική. Το κομμάτι της. Το κομμάτι σας. Βασικά... Κουράστηκες. Σωριάζεσαι στην παλιά πολυθρόνα, τη μοναδική του βρώμικου σαλονιού σου. Όλα στριφογυρίζουν. Βλέμματα. Λόγια. Το τσιγάρο ανάβει πάλι. Η βροχή, το τέλος, η αρχή. Αξεδιάλυτες οι διαχωριστικές γραμμές στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του συλλογισμού σου. Κλείνεις τα μάτια. Τα πάντα πρέπει να τελειώσουν τώρα. Ανάβαση. Κατάβαση. Σκοτάδι. Ναι, αυτό είναι. Δεν είναι σβηστά τα φώτα. Είναι απλά σκοτεινά εδώ μέσα. Αυτή είναι η λύση. Βρήκες το κλειδί. Είσαι τόσο κοντά στην αποδοχή της αλήθειας. Δάκρυα σχηματίζονται στις άκρες των κουρασμένων σου ματιών. Σε λίγο γίνονται ποτάμι, σαν το δρόμο έξω απ'το σπίτι σου. Α ναι, η βροχή. Είσαι σχεδόν εκεί. Φτάνεις. Ναι, αυτό είναι, τα κατάφερες. Τα διέγραψες όλα. Ξεκινάς πλέον απ'το μηδέν. Tabula rasa. 

Νεκρανάσταση. Σηκώνεσαι με πρόθεση να ανάψεις τα φώτα. Κάτι σου θυμίζει αυτό λες. Μάλλον ιδέα σου. Με γοργές κινήσεις, τακτοποιείς όλο το σαλόνι και τη ζωή σου μαζί. Είσαι ευτυχισμένος, βρήκες το νόημά σου. Βηματίζεις προς την κουζίνα, θες να φτιάξεις καφέ. Σχεδιάζεις από τώρα τις επόμενες μέρες, τον καινούργιο σου εαυτό, που είναι ακαθόριστος από δήθεν νόρμες και ανέγγιχτος από καθωσπρεπισμούς και φλυαρίες. Να πας στο στέκι, να δεις τα παιδιά. Είναι καλά τα παιδιά, θυμάσαι; Ναι, πρέπει να είναι. Δε βλέπεις την ώρα. Μάλλον πρέπει να κόψεις επιτέλους κι αυτό το μαλλί, τόσα χρόνια έτσι απεριποίητο σε κούρασε. Πολλά πράγματα πρέπει να γίνουν.

Ξάφνου στη γωνία παρατηρείς τη Νέμεσή σου. Ένα τσιγάρο. Δε σε γελούν τα μάτια σου. Διστάζεις στην πιθανότητα να ξανακυλήσεις. Αλλά τα πάντα είναι μονόδρομος. Δύο βήματα πίσω. Ναι, στο ντουλάπι δεξιά έχεις άλλο ένα μπουκάλι ουίσκι. Το γνωστό. Η πολυθρόνα ακόμα εκεί είναι, περιμένει. Το ποτήρι ακόμα άπλυτο από την τελευταία του χρήση. Τα σημάδια απ'τα χείλη σου ακόμα εκεί. Το τασάκι γεμάτο ασφυσκτικά με τις σβησμένες σου ζωές. Με σιωπηλές και αργές κινήσεις, βουλιάζεις πάλι. Δεν υπάρχει χώρος για καινούργιες αναμνήσεις. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα είναι σβηστά. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα είναι νεκρά. Ανάβαση. Κατάβαση. Δεν υπήρχαν ποτέ φώτα.

Ανάσανε τον καπνό σου και τραγούδα την ύστατη μελωδία.

No comments:

Post a Comment