19.12.10

temet nosce.

...και κατόπιν βαθιάς περισυλλογής, γυρίζεις πλευρό. Ψάχνεις να βολευτείς. Στοιβάζεις μαξιλάρια στο τσιμέντο. Ακούς φωνές. Φωνάζεις κι εσύ. Από μέσα σου πάντα. Να τηρούμε και τα προσχήματα, βεβαίως-βεβαίως. Κι αναρωτιέμαι αν ξέρεις ότι δεν είσαι αυτό που είσαι. Ίσως κάπου το ξέρεις. Και ανησυχώ αν θα βολευτείς έτσι άτσαλα που'χεις πετάξει το κορμί σου στο άδειο γεμάτο στρώμα. Και σε σκεπάζω. Και σ'αγκαλιάζω. Όλα αυτά τα τετριμμένα. Και διώχνω τις φωνές με φοβέρες. Μα γυρίζουν πάλι πίσω και δεν έχω δυνάμεις, συγχώρα με. Και τις φωνές τις βλέπω και τις εικόνες τις ακούω μέσα στο κεφάλι σου, έτσι όπως έχεις παραδοθεί σε λυγμούς. Και η μυρωδιά σου δεν αλλάζει, αν και δεν είναι δική σου. Και κάνω πως δε θυμάμαι αυτό που θυμάσαι να ξεχνάς. Μα σε βλέπω και σε ακούω και σε νιώθω παντού. Και προσπαθώ να φωνάξω πιο δυνατά απ' αυτούς. Απ' αυτόν. Και μάλλον δεν το βλέπεις, αλλά το κάνω. Κι αν δε φαίνεται, θα φανεί. Και δε με νοιάζει αν δε βολευτείς στο υγρό πάτωμα που πετάς τα όνειρά σου. Θα σου πάρω εγώ καινούργιο κρεβάτι. Καληνύχτα.


2.12.10

Δεκαέξι.

"Δεν έχω τίποτα άλλο να δώσω. Τίποτα άλλο να σκεφτώ. Φωτογραφίες θολές και τσιγάρα σβησμένα βιαστικά στο κράσπεδο. Λέξεις καθόλα ποιητικές, μα και πεζές, ασήμαντες. Άγνωστος ο σκοπός και ο προορισμός μακρινός και αβέβαιος. Μα... τα είχα σχεδιάσει όλα. Τα πώς και τα γιατί. Τα πρέπει και τα μη. Όλες τις μικρολεπτομέρειες. Φρόντισα να είμαι αψεγάδιαστος. Ναι, όλα ήταν σωστά μελετημένα και προκαθορισμένα. Ο μοναδικός φταίχτης θα ήτο εγώ, καθισμένος στο πάτωμα, πάντα στο πάτωμα με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα κατεβασμένο. Κι όμως δε φτάνει. Δεν έφτασε. Ίσως να μη φτάσει. <<Και μετά τι;>>, με ρωτάς με επιτακτικό ύφος. Κουράστηκες. Αλλά προσμένεις, ελπίζεις. Τι ακριβώς, ακόμα κι εσένα σου διαφεύγει. Μα είναι γλυκιά η προσμονή για το απρόσμενο. Και σε κοιτώ με μάτια μονίμως δακρυσμένα. Όχι για το θεαθήναι. Όχι γιατί περιμένω συμπόνια. Τη βαρέθηκα κι αυτή. Μα γιατί με πνίγει αυτό που νιώθω. Δεν ξέρω αν έμαθες. Ίσως και να μη μάθεις. Ωστόσο, εγώ πάντα ξέρω. Πάντα ήξερα. Από την απροσδιόριστη μυρωδιά που έμελλε να οικειοποιηθώ αυθαίρετα και το τσιγάρο που μονίμως έσβηνε. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να συμπληρώσεις. Άσε με να φανερωθώ ακόμη μία φορά μπροστά σου. Στη συνήθη γωνιά μου. Μην πεις τίποτα. Δεν είναι απαραίτητο. Αρκετά με την επανάληψη. Μόνο μια φορά ακόμα να παίξω το ρόλο μου και φεύγω. Ίσα-ίσα, να αντιληφθείς στιγμιαία το είναι. Μάταια. Φεύγω. Μένω. Δεν ξέρω. <<Τι πα να πεί δεν ξέρεις;>>. Αυτό είναι το θέμα. Δεν ξέρω. Δεν μπήκα στον κόπο να μάθω. Και δε με απασχολεί πλέον. Το μόνο που με απασχολεί, είναι οι αριθμοί και οι μυρωδιές. Τα διπλά σεντόνια και τα χαμηλά μαξιλάρια. Το μελάνι και το βιβλίο σου. Το άδειο βλέμμα και το ακατάστατο δωμάτιο. Ήπια πάλι. Μήπως και μπορέσω να δω τα πράγματα πιο καθαρά για μία φορά. Δεν ξέρω. Μόνο δεν ξέρω. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Πάντα τη χρειάζομουν. Και στερεύω από γνώση και φαντασία. Και δε με νοιάζει τι έγινε. Και δε με νοιάζει τι θες. Και δε με νοιάζει αν λησμονήσεις. Με νοιάζει μόνο το <<μου>> που μία στις τόσες λες. Και δεν είναι κτητικό."

...είπε και άλλαξε πλευρό.

2.11.10

Year 2010 Non-Compliant Cardia.

Η φυγή. Η πρώτη. Η τελευταία. Γυάλινα όνειρα σαν κλεψύδρα δίχως άμμο. Να ζεις και να μην υπάρχεις. Το μπροστά και το πίσω, αξεδιάλυτα. Προχωράς και σκοντάφτεις σε εμπόδια απροσπέλαστα. Η σκέψη τροχοπέδη. Μια ανάσα μακρυά και συνειδητοποιείς το μοιραίο σφάλμα. Η λεπτή διαφορά που μάς μετράει αλλιώτικα. Υφαίνεις με κλωστή πεπερασμένη την προσωπική σου ουτοπία. Ξυπνάς απότομα και ξανακοιμάσαι δίχως βούληση. Σύγχηση και κενά σημεία. Λευκός πίνακας και μαύρη κιμωλία. Πετάς σκόνη στο νερό και βαδίζεις με γυμνά πόδια σε τέλεια ευθεία. Σταματάς για τσιγάρο και συνεχίζεις απ' το μέσο του απείρου. Για να σταματήσεις πάλι και να νιώσεις τα πνευμόνια σου θολά και μαυρισμένα. Αποδοχή και επαναπροσδιορισμός. Ψευδείς υποσχέσεις και ένοχη επίγνωση. Ώρα για βουτιά στο ενδόμυχο άγνωστο. Καλή τύχη.

27.10.10

Αδράνεια.

Δε θέλω να ξέρω πια. Άσε με να κοιμηθώ. Να σκεπαστώ και να ξεχάσω το φως. Να ζήσω μες στα όνειρα που εγώ άθελά μου δημιούργησα. Εκεί που το μικρό παιδί που μετράει τ' αστέρια σωπαίνει. Εκεί που δεν υπάρχεις εσύ, δεν υπάρχουν αυτοί, δεν υπάρχω καλά-καλά εγώ. Κι ο μόνος φόβος μου να' ναι ο συνήθης βόμβος του ξυπνητηριού. Άσε με να κοιμηθώ.

14.10.10

All things but you are silent.

Ο τάδε κάθισε προσεκτικά στο πάτωμα, στη γωνιά που του αναλογούσε. Τακτοποίησε το χώρο γύρω του και άναψε τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα απ' το βιαστικά στριμμένο του τσιγάρο και ξεφύσηξε αργά τον καπνό. Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές του απέραντου κενού. Τα πάντα είχαν χάσει το νόημα τους. Μήπως είχαν και ποτέ νόημα; Με τη χαρακτηριστική του νωθρότητα, αποφάσισε για πολλοστή φορά να τοποθετήσει σε διάταξη τις σκέψεις του. Εγχείρημα καθ'όλα δύσκολο για έναν συνηθισμένο άνθρωπο, μα που καθίστατο ακόμα δυσχερέστερο για εκείνον, μιας και αδυνατούσε να κατονομάσει ακόμα και το ίδιο το πρόβλημα, πόσω μάλλον να επιχειρήσει να βρει μία λύση.

Αποφάσισε να ξεκινήσει από τις εικόνες. Ω, οι εικόνες! Όλη του η ζωή ήταν εικόνες. Πάντα σε ασπρόμαυρους τόνους. Εκατοντάδες πρόσωπα, αποτυπωμένα στο μυαλό του σε μισοκαμμένο φιλμ. Δυσκολευόταν να ξεχωρίσει τις όμορφες από τις άσχημες. Ίσως να βοηθούσε αν εκείνες είχαν χρώματα. Μα έτσι ασπρόμαυρες όπως ξεπρόβαλλαν στο μυαλό του, έμοιαζαν όλες ίδιες. Συναισθήματα στους τόνους του γκρι. Έφταιγε εκείνος που τα έβρισκε όλα μονότονα; Ή μήπως ο ίδιος ο χαρακτηρισμός μιας στιγμής ήταν ανώφελος; Ένας άνθρωπος είναι αυτό που ο ίδιος επέλεξε. Σε τι λοιπόν ωφελεί να τον βαφτίσεις με δικούς σου όρους; Και τότε εκείνος γιατί δεχόταν μία διαρκή κριτική γι' αυτό που επέλεξε να είναι; Πιθανόν να μην είχε επιλέξει και τίποτα ο ίδιος για τον εαυτό του. Ναι, αυτό φαινόταν πιο σωστό. Πιο βολικό θα έλεγε μάλιστα κανείς, αφού ο καθένας ανακουφίζεται όταν προσάπτει τα ίδιά του προβλήματα στις πράξεις των άλλων.

Κουράστηκε με τις εικόνες. Βρέθηκε σε αδιέξοδο. Το οικείο του αδιέξοδο. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο και αφουγκράστηκε τους χτύπους της καρδιάς του. Χτυπούσε δυνατά, σχεδόν επιτακτικά. Ναι, λειτουργούσε ακόμα, κάτι ήταν κι αυτό. Ξάφνου, παρατήρησε τον εαυτό του. Το χάλι στο οποίο είχε περιέλθει. Είχε καθίσει σταυροπόδι, φορώντας ρούχα δανεικά, σε ένα μέρος που δεν του ανήκε, κάνοντας πράγματα που του ήταν μάλλον δυσάρεστα. Ένιωθε σαν ένα μικρό παιδί, απροστάτευτο, που παρακαλούσε με όλο του το είναι να του δώσουν λίγη προσοχή και να το πάρουν απ' το χέρι για να το οδηγήσουν σε ένα μέρος που και το ίδιο δεν ήξερε. Κοίταξε μια γύρα το δωμάτιο και το βλέμμα του καρφώθηκε σε εκείνη. Τα μάτια της ήταν κλειστά, τα πόδια της άτσαλα σωριασμένα στο κρεβάτι. Για μια στιγμή τού φάνηκε πως κι εκείνη ήταν παιδί. Ένα μικρό κορίτσι, απροστάτευτο, σαν τον ίδιο. Άφησε μια σταγόνα να κυλήσει ένοχα απ' τα μάτια του, την κρατούσε τόση ώρα εξάλλου. Γιατί δάκρυσε; Ένιωθε άσχημα για την κατάντια του. Έψαχνε να βρει τον ένοχο. Την κοιτούσε επίμονα, ελπίζοντας ότι πάνω στο λήθαργό της θα καταλάβαινε κάπως όσα ένιωθε και θα τον συμπονούσε. Και ότι θα σηκωνόταν με λαχτάρα να τον κρατήσει σφιχτά και να του πάρει όλη τη θλίψη μακρυά. Θα του έδινε ένα αληθινό φιλί στο μέτωπο και θα τον κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Δε χρειαζόταν τίποτα άλλο. Να νιώσει σημαντικός για κάποιον ήθελε μόνο.

Ο τάδε ξύπνησε τον εαυτό του απ' το παραλήρημα και αντίκρυσε πάλι την εικόνα του παιδιού. Τον βόλευε να νιώθει απροστάτευτος, κι ας μην το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά συνάμα σιχαινόταν που δεν κατόρθωνε ποτέ να υψώσει το ανάστημά του και να νιώσει σίγουρος για αυτά που ήταν πράγματι οφθαλμοφανή. Θυμήθηκε τα βράδια που τον έπνιγαν οι λυγμοί και λυτρωνόταν στην αγκαλιά της. Ένιωθε για στιγμές αήττητος, με εκείνη στο πλευρό του. Ως πότε όμως; Ήθελε να αποδείξει σε όλους, πρωτίστως στον εαυτό του ότι το παιδί είχε μεγαλώσει. Ότι δεν πονούσε πια και δεν είχε την ανάγκη από κάποιον να το πάρει απ' το χέρι και να το καθοδηγήσει. Ο τρόπος όμως τού ήταν άγνωστος, ξένος.

Την κοίταξε πάλι. Ευχήθηκε με όλη του τη δύναμη να μην τον εγκαταλείψει για την εν γνώσει του άγνοια. Ευχήθηκε να μπορούσε να δει στα άδυτα του μυαλού της και να έβρισκε εκεί τη λύση που τόσο ποθούσε. Έσφιξε τα πικρά του χείλη και ένιωσε τα δάκρυα να βρέχουν το πρόσωπό του. Κουράστηκε να νιώθει ανύπαρκτος. Σκούπισε τα μάτια του και έσβησε αργά το τσιγάρο. Έκλεισε τα βλέφαρά του και συγκέντρωσε την σκέψη του στο κενό του. Το κενό υπήρχε εκεί για να το διαχειριστείς. Μπορείς να πάρεις τα δικά σου χρώματα και να ζωγραφίσεις πάνω στις ασπρόμαυρες εικόνες σου. Να επινοήσεις δικές σου λέξεις και να βαφτίσεις το γύρω σου κόσμο. 

Με αυτές τις σκέψεις, ο τάδε έστριψε άλλο ένα τσιγάρο. Περιέφερε τη ματιά του στον άγνωστο χώρο και τον έκανε δικό του. Τα πάντα τού ανήκαν, γιατί μπορούσαν να του ανήκουν. Ύστερα στάθηκε σε κείνη. Την κοίταξε τρυφερά και της ανοίχτηκε σιωπηλά, όπως είχε συνηθίσει να κάνει. Μόνο που πλέον έβλεπε σε κείνη μια υπόσχεση. Μια αλλαγή που άθελά της τον ώθησε να κάνει. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Ρούφηξε αργά και παθιασμένα τον καπνό, και αντικατέστησε τις μέχρι τώρα σκέψεις του με μία καινούργια. Ο τάδε βαρέθηκε να είναι τάδε. Θα αποκτούσε όνομα δικό του. Και το παιδί που κρυβόταν ενδόμυχα θα ξεπρόβαλε περήφανα. Και τα δάκρυά του θα τα χάριζε χωρίς ντροπή σε κείνη, για να της δείξει ότι κλαίει από χαρά που βρίσκεται πλάι του και του δίνει κουράγιο να διαχειριστεί το κενό του. Ανασηκώθηκε και πήγε να πλαγιάσει δίπλα της. Να της κρατήσει το χέρι και να χρωματίσει μαζί της τις εικόνες του.



21.9.10

Μέρος δεύτερον.

Να σκέφτομαι. Δηλαδή, να επεξεργάζομαι τα εξωτερικά ερεθίσματα που με βομβαρδίζουν καθημερινά, και με κριτική ματιά να  τα εντάσσω στο πλαίσιο που τους αρμόζει. Να αναλογίζομαι τις συνέπειες των πράξεων μου και πρωτίστως τη γεννεσιουργό τους αιτία. Να μετράω τον εαυτό μου, όχι με άξονα την αδηφάγο ιδιοτέλεια, αλλά με τη συναίσθησή του αναγκάιου της από κοινού υπάρξεως και της σύμπραξης που καθορίζει τη ροή του σύμπαντος.

Να διαλέγομαι. Δηλαδή, να συζητώ με όρους κοινούς και όχι ατομικά επιβεβλημένους. Να εκτίθεμαι στην οπτική σου και να αντιμετωπίζω τη δική μου με την κριτική ματιά του εξωτερικού παρατηρητή. Να αναγνωρίζω το λάθος και να μάχομαι υπέρ του δικαιώματος στο δίκαιο. Να αποβλέπω στη συλλογική εύρεση του αληθινά συμβαίνοντος, εξοστρακίζοντας τις ατομιστικές νόρμες της πλαστής καθημερινότητας.

Να υπάρχω. Δηλαδή, να τοποθετώ συνειδητά και αιτιολογημένα τον εαυτό μου στο χάρτη της ζωής. Να βρίσκω το έρεισμα του σώματος που κουβαλώ από την έλευσή μου σ' αυτόν τον κόσμο. Να μαθαίνω να σέβομαι τις επιλογές μου, καθώς συνακόλουθα σέβομαι εμένα τον ίδιο. Να απαγκιστρώνομαι από τις απόψεις του σαθρού περίγυρου περί "καλής ζωής" και να θέτω τους δικούς μου κανόνες περί προσεγγίσεως της θέωσης. Να αμφισβητώ τα πάντα, προπάντων την εξ εμού πορευόμενη θεώρηση της υπάρξεως.

Να αγαπάω. Δηλαδή, να πετάω τη μάσκα του εαυτού μου και να γίνομαι έκθετος στη δική σου πραγματικότητα. Να μαθαίνω να δανείζω τα κομμάτια μου χωρίς αντάλλαγμα, ώστε να τα ανασυντάσσεις εσύ σε καινούργια, ιδιόμορφη διάταξη. Να εκμηδενίζω την απόσταση της σιωπής, δημιουργώντας έναν ολότελα καινούργιο κώδικα επικοινωνίας με γράμματα βγαλμένα απ'τα απύθμενα βάθη του βλέμματός σου. Να αποχωρίζομαι την περιοριστική έννοια του εγώ, εναγκαλίζοντας την δυσνόητη ύπαρξη του εμείς. Να απογυμνώνω την ψυχή μου και να σ' αφήνω να την οδηγήσεις στα μονοπάτια που άτσαλα χαράζεις με την πυξίδα του μυαλού σου. Να γίνω εσύ. 
 

8.9.10

Αφύπνιση.

Κοιτάζεις χλωμός έξω απ' το παράθυρο. Παρατηρείς την αντανάκλαση της ραγισμένης σου ψυχής στα θολά παράθυρα των γύρω κτιρίων. Βρέχει. Το υγρό σου βλέμμα επικεντρώνεται στις σταγόνες που μαστιγώνουν τον άψυχο δρόμο. Προσπαθείς να τις μετρήσεις, μία - μία. Να τις απομονώσεις και να καταγράψεις το ακριβές τους σχήμα, την ταχύτητα πρόσκρουσής τους. 

Απαριθμείς λοιπόν σταγόνες και βιώματα. Κάθε ψιχάλα και μία νεκρή ανάμνηση. Αν όλη σου η ζωή είναι μία ατέρμονη καταιγίδα, τι σου μένει; Αν τα βιώματά σου πέφτουν βίαια στο δάπεδο του μυαλού σου κι εξατμίζονται σαν το νερό της βροχής, τι έχεις να θυμάσαι; Τίποτα, παρά μόνο την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Του κενού. Μια διαρκής ανακύκλωση εφήμερων συναισθημάτων και αναλώσιμων ανθρώπων. Ναι, οι άνθρωποι είναι αναλώσιμοι. Αντικαταστατοί. Δεν τους έπλασες εσύ έτσι. Εύχεσαι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Να μην έβρεχε ανθρώπους που εξατμίζονται. Να ζούσες στη γλυκιά άγνοια μιας ηλιόλουστης μέρας. Εύχεσαι να έπεφτες κι εσύ στο κενό, να γινόσουν χίλια κομμάτια και να εξαϋλωνόσουν. Ίσως η ύπαρξή σου να έβρισκε έτσι το δικαιολογητικό της λόγο. Ίσως πάλι απλά να βίωνες το συναίσθημα της καταστροφής, του μηδενισμού, ώστε να ακολουθήσει η επανεκκίνηση. Κάθαρση θαρρείς το λένε. 

Η βροχή έξω μαίνεται. Εσύ, στη ζεστασιά του δωματίου. Τα πάντα θολώνουν. Οι σταγόνες πέφτουν πλέον μόνο για σένα. Οι περαστικοί κινούνται καλυμμένοι απ'το πέπλο της ανασφάλειας. Απρόσωπα βλέμματα και βιαστικά βήματα. Το τσιμέντο φταίει. Το τσιμέντο και η χαμένη αθωότητα.

Στρίβεις τσιγάρο να ξεχαστείς. Ο αναπτήρας πάλι χαμένος. Ψάχνεις στις σκονισμένες τσέπες του ταλαιπωρημένου παλτού και τον βρίσκεις. Ανάβεις το γλυκό σου θάνατο και ρουφάς τον καπνό με μανία. Η σκέψη αρχίζει να τρέχει. Το γνωστό μοτίβο επιστρέφει. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα είναι σβηστά. Τα λόγια της αντηχούν ακόμα. Συγχρονίζονται με τη βροχή. "Είσαι ένα τίποτα". Ίσως και να είσαι. Ένα ευθυτενές τίποτα. Ένα σάπιο κουφάρι από διασκορισμένες μνήμες. 

Φεύγεις απ'το παράθυρο. Κουράστηκες απ' τη βροχή. Ήρθε η ώρα για το νιοστό ποτό της βραδιάς. Το γνωστό. Το δικό της. Το δικό σας. Βασικά, δεν είναι κανενός. Ένα συνηθισμένο ουίσκι είναι. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα παραμένουν σβηστά. Οι σκέψεις πάλι δρασκελίζουν σκοτεινά μονοπάτια. Αυτά που προσπαθείς να διαγράψεις απ' το χάρτη, μα η πυξίδα σου έχει άλλη άποψη. Χέρια. Ακροδάχτυλα. Αργές κινήσεις στο φως τον κεριών. Και στη μέση ο καπνός. 

Φτάνεις τη λύτρωση, είσαι σχεδόν εκεί. Όχι. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα μονίμως σβηστά. Το ποτήρι τελείωσε κιόλας, θαρρείς σα να μην άντεξε ούτε αυτό τον πόνο της ψυχής και επέλεξε το δρόμο της φυγής. Κι εσύ αυτόν ψάχνεις απεγνωσμένα, θυμάσαι;

Το ποτό τελείωσε. Μένει ένα τελευταίο τσιγάρο. Σημαδιακό. Ανάβαση. Κατάβαση. Για τα φώτα ούτε κουβέντα πια. Βάζεις να ακούσεις μουσική. Το κομμάτι της. Το κομμάτι σας. Βασικά... Κουράστηκες. Σωριάζεσαι στην παλιά πολυθρόνα, τη μοναδική του βρώμικου σαλονιού σου. Όλα στριφογυρίζουν. Βλέμματα. Λόγια. Το τσιγάρο ανάβει πάλι. Η βροχή, το τέλος, η αρχή. Αξεδιάλυτες οι διαχωριστικές γραμμές στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του συλλογισμού σου. Κλείνεις τα μάτια. Τα πάντα πρέπει να τελειώσουν τώρα. Ανάβαση. Κατάβαση. Σκοτάδι. Ναι, αυτό είναι. Δεν είναι σβηστά τα φώτα. Είναι απλά σκοτεινά εδώ μέσα. Αυτή είναι η λύση. Βρήκες το κλειδί. Είσαι τόσο κοντά στην αποδοχή της αλήθειας. Δάκρυα σχηματίζονται στις άκρες των κουρασμένων σου ματιών. Σε λίγο γίνονται ποτάμι, σαν το δρόμο έξω απ'το σπίτι σου. Α ναι, η βροχή. Είσαι σχεδόν εκεί. Φτάνεις. Ναι, αυτό είναι, τα κατάφερες. Τα διέγραψες όλα. Ξεκινάς πλέον απ'το μηδέν. Tabula rasa. 

Νεκρανάσταση. Σηκώνεσαι με πρόθεση να ανάψεις τα φώτα. Κάτι σου θυμίζει αυτό λες. Μάλλον ιδέα σου. Με γοργές κινήσεις, τακτοποιείς όλο το σαλόνι και τη ζωή σου μαζί. Είσαι ευτυχισμένος, βρήκες το νόημά σου. Βηματίζεις προς την κουζίνα, θες να φτιάξεις καφέ. Σχεδιάζεις από τώρα τις επόμενες μέρες, τον καινούργιο σου εαυτό, που είναι ακαθόριστος από δήθεν νόρμες και ανέγγιχτος από καθωσπρεπισμούς και φλυαρίες. Να πας στο στέκι, να δεις τα παιδιά. Είναι καλά τα παιδιά, θυμάσαι; Ναι, πρέπει να είναι. Δε βλέπεις την ώρα. Μάλλον πρέπει να κόψεις επιτέλους κι αυτό το μαλλί, τόσα χρόνια έτσι απεριποίητο σε κούρασε. Πολλά πράγματα πρέπει να γίνουν.

Ξάφνου στη γωνία παρατηρείς τη Νέμεσή σου. Ένα τσιγάρο. Δε σε γελούν τα μάτια σου. Διστάζεις στην πιθανότητα να ξανακυλήσεις. Αλλά τα πάντα είναι μονόδρομος. Δύο βήματα πίσω. Ναι, στο ντουλάπι δεξιά έχεις άλλο ένα μπουκάλι ουίσκι. Το γνωστό. Η πολυθρόνα ακόμα εκεί είναι, περιμένει. Το ποτήρι ακόμα άπλυτο από την τελευταία του χρήση. Τα σημάδια απ'τα χείλη σου ακόμα εκεί. Το τασάκι γεμάτο ασφυσκτικά με τις σβησμένες σου ζωές. Με σιωπηλές και αργές κινήσεις, βουλιάζεις πάλι. Δεν υπάρχει χώρος για καινούργιες αναμνήσεις. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα είναι σβηστά. Ανάβαση. Κατάβαση. Τα φώτα είναι νεκρά. Ανάβαση. Κατάβαση. Δεν υπήρχαν ποτέ φώτα.

Ανάσανε τον καπνό σου και τραγούδα την ύστατη μελωδία.

1.9.10

(Υπο)συνειδητο.

Μ' ακούς; Σου φωνάζω με τα χείλη της ψυχής διάπλατα. Η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια για επαναπατρισμό των αισθήσεων. Ουρλιάζω με όλες μου τις νότες, μαζί και τις αλλοιώσεις τους. Φτιάχνω το πιο δυσαρμονικό τραγούδι και σου ζητώ να το βιώσεις.


Μ' ακούς; Υφαίνω λέξεις με διάφανη κλωστή και περιμένω να την κόψεις. Βαφτίζω τα χρώματα με τα δικά σου λόγια και δομώ προτάσεις από το είναι σου. Σου απαριθμώ τα γράμματα του αλλότριου σε μένα αλφάβητου, για να διαλέξεις τα πιο ξεχωριστά.


Μ' ακούς; Εγκλωβίζω την σκέψη σε επτασφράγιστο κουτί και πετώ το κλειδί απ' το παράθυρο. Περιμένω την επόμενη κίνηση, αυτήν της απελευθέρωσης. Αραδιάζω τις στιγμές μου στο ξύλινο πάτωμα και τις απογυμνώνω.


Μ' ακούς; Εγώ δεν μ' ακούω. Νιώθω τις φωνητικές μου χορδές να πάλλονται βίαια, αλλά η σιγή παραμένει αναλλοίωτη. Αν μ' ακούς, πες μου τι λέω. Διάβασέ τα χείλη μου και σημείωσε σ' ένα χαρτί πρόχειρο τη διάταξη των σκέψεων μου. Μετάφρασέ το κείμενο στη δική σου γλώσσα και αφομοίωσέ το. Ύστερα, κάψε το χάρτι και ψιθύρισέ μου τις λέξεις που με λύσσα ξεχύνονται απ' το στόμα μου. Και αφού μού εκθέσεις την αλήθεια του νου μου, βάλε με να κοιμηθώ. Και μόλις ξυπνήσω, πες μου πως όλα ήταν όνειρο. Και βάλε με να φωνάξω πάλι.