15.3.11

So long, lonesome.

Και που λες, το είδα το κενό. Το ένιωσα. Ξέρεις, είναι αυτό το γνώριμο συναίσθημα όταν στο τέλος της ημέρας αφήνεις μηχανικά το παλτό σου στην καρέκλα και ξεφορτώνεσαι δήθεν τις έγνοιές σου. Μα, πού πας; Στάσου λίγο, δεν τελείωσα. Έλεγα λοιπόν, ότι το κενό είναι τόντι ορατό. Έχει υπόσταση. Παίρνει την υπόστασή του από μένα. Και όλα τα όνειρα κάτι ήθελαν να πουν τελικά. Βία στοχευμένη. Μίσος και αγάνακτηση, είπες; Ίσως. Δε γνωρίζω γιατί. Δηλαδή, μου είναι δύσκολο να βρω τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των εννοιών. Όλα είναι τόσο ρευστά, τόσο συγκεχυμένα. 


Αλλά, θα σου πω τί γνωρίζω: τα πράγματα δεν είναι καλά, φίλε μου. Ούτε για σένα, ούτε για μένα. Και θυμάσαι εκείνες τις ατέλειωτες βόλτες στα φωτεινά μονοπάτια με τις ατέρμονες στροφές; Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Μας περιμένει μόνο το σκοτάδι. Το νοσηρό αίσθημα του φόβου και την άγνοιας. Θέλω να φύγω. Θέλω να σκεπαστώ και να σταματήσω να σκέφτομαι. Αν μπορείς να με βοηθήσεις, είπες; Μα, εδώ δεν μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Δε βαριέσαι, ούτε οι πρώτοι είμαστε, ούτε οι τελευταίοι. Κάπου είχα ακούσει, θυμάμαι, ότι κάθε αλλαγή γίνεται για καλό. Και μα τω θεώ, προσεύχομαι αυτό να είναι αλήθεια. 


Μα, σε βλέπω πράγματι βιαστικό. Έχεις δουλειές, το ξέρω. Δε θες να δεις την αλήθεια κατάματα. Σε δυσαρεστώ, είμαι σίγουρος. Δε θέλω να είμαι απ'αυτούς που αρχίζουν τα δήθεν και τα πρέπει. Δε θα σε κατηγορήσω για τίποτα. Το ποιός είσαι, το ξέρεις και ο ίδιος. Μη δυσανασχετείς. Νιώθω αδύναμος. Μικρός μπροστά στις τύψεις και το βαρύ φορτίο που μου φόρτωσαν. Μιλάω ανόητα, σαφώς. Μην ξεχνάς όμως ότι σου μοιάζω. Το αρνείσαι, μάλιστα. Εσύ κι εγώ, φίλε μου, κουβαλάμε τις ίδιες αναμνήσεις. Δε θυμάσαι τότε που... 


Γιατί φεύγεις; Ναι, σωστά, μου διέφυγε ότι οι ρυθμοί έχουν αλλάξει. Μόνο μια χάρη σου ζητώ πριν φύγεις. Εσύ που με ξέρεις πιο καλά κι απ'τον καθένα, κι ας μην το ξέρεις. Σφίξε με στα χέρια σου πρωτού αποχωριστούμε. Θέλω να μυρίσω το δέρμα σου. Να νιώσω ανέμελος ξανά. Κράτα με σφιχτά, γιατί θα είναι η τελευταία φορά. Και προσποιήσου ότι δε συμβαίνει τίποτα. Μόνο τύλιξε το σώμα σου γύρω απ'το δικό μου και πες μου γλυκά ψέμματα για το μέλλον που ποτέ δε θα έρθει. Ήδη νιώθω λίγο καλύτερα. Να προσέχεις.

23.1.11

Static.

Κι ήθελα λέει να'χω την τελευταία λέξη. Ήθελα να'μαι εκεί, στο χείλος του γκρεμού, πριν τελειώσει το οξυγόνο και τα δέντρα γίνουν ένα με τις καρδιές μας. Δυό φορές να προχωρήσω, και τις δυό ανάποδα και να κοιτάξω τον κόσμο με τη θολή ματιά της αλλοφροσύνης και του κρύου ιδρώτα. Ήθελα, ίσως, να είμαι κάπου καλά κρυμμένος στα υγρά σοκάκια του χθες και να κοροϊδεύω το αύριο που νομίζω οτι προσεκτικά σχεδιάζω. Εσύ είμαι εγώ κι εγώ είμαι κανένας. Και τα πουλιά ξεχάστηκαν στη διαδρομή, αλλάζοντας πορεία. Κρίμα που δεν έχει χρώματα αυτό το συναίσθημα. Ήθελα, τέλος, να ανοίξω μια μόνιμη πληγή πάνω σου, να την βλέπω και να καθρεφτίζομαι στην ερυθρή σάρκα σου. Ήθελα... Κάπου το έχασα κι εγώ. Κρασί, τσιγάρο και τετράδια ανοιχτά και ευθυγραμμισμένα.

7.1.11

+-

Στο χαμό, μη διστάσεις. Εκεί, λίγο πριν το τέλος, ανάπνευσε όσο πιο βαθιά μπορείς, μέχρι να τελειώσει το οξυγόνο απ'τη γυάλα όπου αυτοτοποθετήθηκες. Μέχρι να σβήσουν όλα τα κεριά και να σωπάσουν οι πνιχτές φωνές, θα έχεις χαθεί. Ίσως και να ξυπνήσεις. Όπως και να'χει, η βουτιά στο κενό έχει άποψη.

19.12.10

temet nosce.

...και κατόπιν βαθιάς περισυλλογής, γυρίζεις πλευρό. Ψάχνεις να βολευτείς. Στοιβάζεις μαξιλάρια στο τσιμέντο. Ακούς φωνές. Φωνάζεις κι εσύ. Από μέσα σου πάντα. Να τηρούμε και τα προσχήματα, βεβαίως-βεβαίως. Κι αναρωτιέμαι αν ξέρεις ότι δεν είσαι αυτό που είσαι. Ίσως κάπου το ξέρεις. Και ανησυχώ αν θα βολευτείς έτσι άτσαλα που'χεις πετάξει το κορμί σου στο άδειο γεμάτο στρώμα. Και σε σκεπάζω. Και σ'αγκαλιάζω. Όλα αυτά τα τετριμμένα. Και διώχνω τις φωνές με φοβέρες. Μα γυρίζουν πάλι πίσω και δεν έχω δυνάμεις, συγχώρα με. Και τις φωνές τις βλέπω και τις εικόνες τις ακούω μέσα στο κεφάλι σου, έτσι όπως έχεις παραδοθεί σε λυγμούς. Και η μυρωδιά σου δεν αλλάζει, αν και δεν είναι δική σου. Και κάνω πως δε θυμάμαι αυτό που θυμάσαι να ξεχνάς. Μα σε βλέπω και σε ακούω και σε νιώθω παντού. Και προσπαθώ να φωνάξω πιο δυνατά απ' αυτούς. Απ' αυτόν. Και μάλλον δεν το βλέπεις, αλλά το κάνω. Κι αν δε φαίνεται, θα φανεί. Και δε με νοιάζει αν δε βολευτείς στο υγρό πάτωμα που πετάς τα όνειρά σου. Θα σου πάρω εγώ καινούργιο κρεβάτι. Καληνύχτα.


2.12.10

Δεκαέξι.

"Δεν έχω τίποτα άλλο να δώσω. Τίποτα άλλο να σκεφτώ. Φωτογραφίες θολές και τσιγάρα σβησμένα βιαστικά στο κράσπεδο. Λέξεις καθόλα ποιητικές, μα και πεζές, ασήμαντες. Άγνωστος ο σκοπός και ο προορισμός μακρινός και αβέβαιος. Μα... τα είχα σχεδιάσει όλα. Τα πώς και τα γιατί. Τα πρέπει και τα μη. Όλες τις μικρολεπτομέρειες. Φρόντισα να είμαι αψεγάδιαστος. Ναι, όλα ήταν σωστά μελετημένα και προκαθορισμένα. Ο μοναδικός φταίχτης θα ήτο εγώ, καθισμένος στο πάτωμα, πάντα στο πάτωμα με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα κατεβασμένο. Κι όμως δε φτάνει. Δεν έφτασε. Ίσως να μη φτάσει. <<Και μετά τι;>>, με ρωτάς με επιτακτικό ύφος. Κουράστηκες. Αλλά προσμένεις, ελπίζεις. Τι ακριβώς, ακόμα κι εσένα σου διαφεύγει. Μα είναι γλυκιά η προσμονή για το απρόσμενο. Και σε κοιτώ με μάτια μονίμως δακρυσμένα. Όχι για το θεαθήναι. Όχι γιατί περιμένω συμπόνια. Τη βαρέθηκα κι αυτή. Μα γιατί με πνίγει αυτό που νιώθω. Δεν ξέρω αν έμαθες. Ίσως και να μη μάθεις. Ωστόσο, εγώ πάντα ξέρω. Πάντα ήξερα. Από την απροσδιόριστη μυρωδιά που έμελλε να οικειοποιηθώ αυθαίρετα και το τσιγάρο που μονίμως έσβηνε. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να συμπληρώσεις. Άσε με να φανερωθώ ακόμη μία φορά μπροστά σου. Στη συνήθη γωνιά μου. Μην πεις τίποτα. Δεν είναι απαραίτητο. Αρκετά με την επανάληψη. Μόνο μια φορά ακόμα να παίξω το ρόλο μου και φεύγω. Ίσα-ίσα, να αντιληφθείς στιγμιαία το είναι. Μάταια. Φεύγω. Μένω. Δεν ξέρω. <<Τι πα να πεί δεν ξέρεις;>>. Αυτό είναι το θέμα. Δεν ξέρω. Δεν μπήκα στον κόπο να μάθω. Και δε με απασχολεί πλέον. Το μόνο που με απασχολεί, είναι οι αριθμοί και οι μυρωδιές. Τα διπλά σεντόνια και τα χαμηλά μαξιλάρια. Το μελάνι και το βιβλίο σου. Το άδειο βλέμμα και το ακατάστατο δωμάτιο. Ήπια πάλι. Μήπως και μπορέσω να δω τα πράγματα πιο καθαρά για μία φορά. Δεν ξέρω. Μόνο δεν ξέρω. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Πάντα τη χρειάζομουν. Και στερεύω από γνώση και φαντασία. Και δε με νοιάζει τι έγινε. Και δε με νοιάζει τι θες. Και δε με νοιάζει αν λησμονήσεις. Με νοιάζει μόνο το <<μου>> που μία στις τόσες λες. Και δεν είναι κτητικό."

...είπε και άλλαξε πλευρό.