19.12.10

temet nosce.

...και κατόπιν βαθιάς περισυλλογής, γυρίζεις πλευρό. Ψάχνεις να βολευτείς. Στοιβάζεις μαξιλάρια στο τσιμέντο. Ακούς φωνές. Φωνάζεις κι εσύ. Από μέσα σου πάντα. Να τηρούμε και τα προσχήματα, βεβαίως-βεβαίως. Κι αναρωτιέμαι αν ξέρεις ότι δεν είσαι αυτό που είσαι. Ίσως κάπου το ξέρεις. Και ανησυχώ αν θα βολευτείς έτσι άτσαλα που'χεις πετάξει το κορμί σου στο άδειο γεμάτο στρώμα. Και σε σκεπάζω. Και σ'αγκαλιάζω. Όλα αυτά τα τετριμμένα. Και διώχνω τις φωνές με φοβέρες. Μα γυρίζουν πάλι πίσω και δεν έχω δυνάμεις, συγχώρα με. Και τις φωνές τις βλέπω και τις εικόνες τις ακούω μέσα στο κεφάλι σου, έτσι όπως έχεις παραδοθεί σε λυγμούς. Και η μυρωδιά σου δεν αλλάζει, αν και δεν είναι δική σου. Και κάνω πως δε θυμάμαι αυτό που θυμάσαι να ξεχνάς. Μα σε βλέπω και σε ακούω και σε νιώθω παντού. Και προσπαθώ να φωνάξω πιο δυνατά απ' αυτούς. Απ' αυτόν. Και μάλλον δεν το βλέπεις, αλλά το κάνω. Κι αν δε φαίνεται, θα φανεί. Και δε με νοιάζει αν δε βολευτείς στο υγρό πάτωμα που πετάς τα όνειρά σου. Θα σου πάρω εγώ καινούργιο κρεβάτι. Καληνύχτα.


2.12.10

Δεκαέξι.

"Δεν έχω τίποτα άλλο να δώσω. Τίποτα άλλο να σκεφτώ. Φωτογραφίες θολές και τσιγάρα σβησμένα βιαστικά στο κράσπεδο. Λέξεις καθόλα ποιητικές, μα και πεζές, ασήμαντες. Άγνωστος ο σκοπός και ο προορισμός μακρινός και αβέβαιος. Μα... τα είχα σχεδιάσει όλα. Τα πώς και τα γιατί. Τα πρέπει και τα μη. Όλες τις μικρολεπτομέρειες. Φρόντισα να είμαι αψεγάδιαστος. Ναι, όλα ήταν σωστά μελετημένα και προκαθορισμένα. Ο μοναδικός φταίχτης θα ήτο εγώ, καθισμένος στο πάτωμα, πάντα στο πάτωμα με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα κατεβασμένο. Κι όμως δε φτάνει. Δεν έφτασε. Ίσως να μη φτάσει. <<Και μετά τι;>>, με ρωτάς με επιτακτικό ύφος. Κουράστηκες. Αλλά προσμένεις, ελπίζεις. Τι ακριβώς, ακόμα κι εσένα σου διαφεύγει. Μα είναι γλυκιά η προσμονή για το απρόσμενο. Και σε κοιτώ με μάτια μονίμως δακρυσμένα. Όχι για το θεαθήναι. Όχι γιατί περιμένω συμπόνια. Τη βαρέθηκα κι αυτή. Μα γιατί με πνίγει αυτό που νιώθω. Δεν ξέρω αν έμαθες. Ίσως και να μη μάθεις. Ωστόσο, εγώ πάντα ξέρω. Πάντα ήξερα. Από την απροσδιόριστη μυρωδιά που έμελλε να οικειοποιηθώ αυθαίρετα και το τσιγάρο που μονίμως έσβηνε. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να συμπληρώσεις. Άσε με να φανερωθώ ακόμη μία φορά μπροστά σου. Στη συνήθη γωνιά μου. Μην πεις τίποτα. Δεν είναι απαραίτητο. Αρκετά με την επανάληψη. Μόνο μια φορά ακόμα να παίξω το ρόλο μου και φεύγω. Ίσα-ίσα, να αντιληφθείς στιγμιαία το είναι. Μάταια. Φεύγω. Μένω. Δεν ξέρω. <<Τι πα να πεί δεν ξέρεις;>>. Αυτό είναι το θέμα. Δεν ξέρω. Δεν μπήκα στον κόπο να μάθω. Και δε με απασχολεί πλέον. Το μόνο που με απασχολεί, είναι οι αριθμοί και οι μυρωδιές. Τα διπλά σεντόνια και τα χαμηλά μαξιλάρια. Το μελάνι και το βιβλίο σου. Το άδειο βλέμμα και το ακατάστατο δωμάτιο. Ήπια πάλι. Μήπως και μπορέσω να δω τα πράγματα πιο καθαρά για μία φορά. Δεν ξέρω. Μόνο δεν ξέρω. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Πάντα τη χρειάζομουν. Και στερεύω από γνώση και φαντασία. Και δε με νοιάζει τι έγινε. Και δε με νοιάζει τι θες. Και δε με νοιάζει αν λησμονήσεις. Με νοιάζει μόνο το <<μου>> που μία στις τόσες λες. Και δεν είναι κτητικό."

...είπε και άλλαξε πλευρό.