27.10.10

Αδράνεια.

Δε θέλω να ξέρω πια. Άσε με να κοιμηθώ. Να σκεπαστώ και να ξεχάσω το φως. Να ζήσω μες στα όνειρα που εγώ άθελά μου δημιούργησα. Εκεί που το μικρό παιδί που μετράει τ' αστέρια σωπαίνει. Εκεί που δεν υπάρχεις εσύ, δεν υπάρχουν αυτοί, δεν υπάρχω καλά-καλά εγώ. Κι ο μόνος φόβος μου να' ναι ο συνήθης βόμβος του ξυπνητηριού. Άσε με να κοιμηθώ.

14.10.10

All things but you are silent.

Ο τάδε κάθισε προσεκτικά στο πάτωμα, στη γωνιά που του αναλογούσε. Τακτοποίησε το χώρο γύρω του και άναψε τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα απ' το βιαστικά στριμμένο του τσιγάρο και ξεφύσηξε αργά τον καπνό. Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές του απέραντου κενού. Τα πάντα είχαν χάσει το νόημα τους. Μήπως είχαν και ποτέ νόημα; Με τη χαρακτηριστική του νωθρότητα, αποφάσισε για πολλοστή φορά να τοποθετήσει σε διάταξη τις σκέψεις του. Εγχείρημα καθ'όλα δύσκολο για έναν συνηθισμένο άνθρωπο, μα που καθίστατο ακόμα δυσχερέστερο για εκείνον, μιας και αδυνατούσε να κατονομάσει ακόμα και το ίδιο το πρόβλημα, πόσω μάλλον να επιχειρήσει να βρει μία λύση.

Αποφάσισε να ξεκινήσει από τις εικόνες. Ω, οι εικόνες! Όλη του η ζωή ήταν εικόνες. Πάντα σε ασπρόμαυρους τόνους. Εκατοντάδες πρόσωπα, αποτυπωμένα στο μυαλό του σε μισοκαμμένο φιλμ. Δυσκολευόταν να ξεχωρίσει τις όμορφες από τις άσχημες. Ίσως να βοηθούσε αν εκείνες είχαν χρώματα. Μα έτσι ασπρόμαυρες όπως ξεπρόβαλλαν στο μυαλό του, έμοιαζαν όλες ίδιες. Συναισθήματα στους τόνους του γκρι. Έφταιγε εκείνος που τα έβρισκε όλα μονότονα; Ή μήπως ο ίδιος ο χαρακτηρισμός μιας στιγμής ήταν ανώφελος; Ένας άνθρωπος είναι αυτό που ο ίδιος επέλεξε. Σε τι λοιπόν ωφελεί να τον βαφτίσεις με δικούς σου όρους; Και τότε εκείνος γιατί δεχόταν μία διαρκή κριτική γι' αυτό που επέλεξε να είναι; Πιθανόν να μην είχε επιλέξει και τίποτα ο ίδιος για τον εαυτό του. Ναι, αυτό φαινόταν πιο σωστό. Πιο βολικό θα έλεγε μάλιστα κανείς, αφού ο καθένας ανακουφίζεται όταν προσάπτει τα ίδιά του προβλήματα στις πράξεις των άλλων.

Κουράστηκε με τις εικόνες. Βρέθηκε σε αδιέξοδο. Το οικείο του αδιέξοδο. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο και αφουγκράστηκε τους χτύπους της καρδιάς του. Χτυπούσε δυνατά, σχεδόν επιτακτικά. Ναι, λειτουργούσε ακόμα, κάτι ήταν κι αυτό. Ξάφνου, παρατήρησε τον εαυτό του. Το χάλι στο οποίο είχε περιέλθει. Είχε καθίσει σταυροπόδι, φορώντας ρούχα δανεικά, σε ένα μέρος που δεν του ανήκε, κάνοντας πράγματα που του ήταν μάλλον δυσάρεστα. Ένιωθε σαν ένα μικρό παιδί, απροστάτευτο, που παρακαλούσε με όλο του το είναι να του δώσουν λίγη προσοχή και να το πάρουν απ' το χέρι για να το οδηγήσουν σε ένα μέρος που και το ίδιο δεν ήξερε. Κοίταξε μια γύρα το δωμάτιο και το βλέμμα του καρφώθηκε σε εκείνη. Τα μάτια της ήταν κλειστά, τα πόδια της άτσαλα σωριασμένα στο κρεβάτι. Για μια στιγμή τού φάνηκε πως κι εκείνη ήταν παιδί. Ένα μικρό κορίτσι, απροστάτευτο, σαν τον ίδιο. Άφησε μια σταγόνα να κυλήσει ένοχα απ' τα μάτια του, την κρατούσε τόση ώρα εξάλλου. Γιατί δάκρυσε; Ένιωθε άσχημα για την κατάντια του. Έψαχνε να βρει τον ένοχο. Την κοιτούσε επίμονα, ελπίζοντας ότι πάνω στο λήθαργό της θα καταλάβαινε κάπως όσα ένιωθε και θα τον συμπονούσε. Και ότι θα σηκωνόταν με λαχτάρα να τον κρατήσει σφιχτά και να του πάρει όλη τη θλίψη μακρυά. Θα του έδινε ένα αληθινό φιλί στο μέτωπο και θα τον κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Δε χρειαζόταν τίποτα άλλο. Να νιώσει σημαντικός για κάποιον ήθελε μόνο.

Ο τάδε ξύπνησε τον εαυτό του απ' το παραλήρημα και αντίκρυσε πάλι την εικόνα του παιδιού. Τον βόλευε να νιώθει απροστάτευτος, κι ας μην το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά συνάμα σιχαινόταν που δεν κατόρθωνε ποτέ να υψώσει το ανάστημά του και να νιώσει σίγουρος για αυτά που ήταν πράγματι οφθαλμοφανή. Θυμήθηκε τα βράδια που τον έπνιγαν οι λυγμοί και λυτρωνόταν στην αγκαλιά της. Ένιωθε για στιγμές αήττητος, με εκείνη στο πλευρό του. Ως πότε όμως; Ήθελε να αποδείξει σε όλους, πρωτίστως στον εαυτό του ότι το παιδί είχε μεγαλώσει. Ότι δεν πονούσε πια και δεν είχε την ανάγκη από κάποιον να το πάρει απ' το χέρι και να το καθοδηγήσει. Ο τρόπος όμως τού ήταν άγνωστος, ξένος.

Την κοίταξε πάλι. Ευχήθηκε με όλη του τη δύναμη να μην τον εγκαταλείψει για την εν γνώσει του άγνοια. Ευχήθηκε να μπορούσε να δει στα άδυτα του μυαλού της και να έβρισκε εκεί τη λύση που τόσο ποθούσε. Έσφιξε τα πικρά του χείλη και ένιωσε τα δάκρυα να βρέχουν το πρόσωπό του. Κουράστηκε να νιώθει ανύπαρκτος. Σκούπισε τα μάτια του και έσβησε αργά το τσιγάρο. Έκλεισε τα βλέφαρά του και συγκέντρωσε την σκέψη του στο κενό του. Το κενό υπήρχε εκεί για να το διαχειριστείς. Μπορείς να πάρεις τα δικά σου χρώματα και να ζωγραφίσεις πάνω στις ασπρόμαυρες εικόνες σου. Να επινοήσεις δικές σου λέξεις και να βαφτίσεις το γύρω σου κόσμο. 

Με αυτές τις σκέψεις, ο τάδε έστριψε άλλο ένα τσιγάρο. Περιέφερε τη ματιά του στον άγνωστο χώρο και τον έκανε δικό του. Τα πάντα τού ανήκαν, γιατί μπορούσαν να του ανήκουν. Ύστερα στάθηκε σε κείνη. Την κοίταξε τρυφερά και της ανοίχτηκε σιωπηλά, όπως είχε συνηθίσει να κάνει. Μόνο που πλέον έβλεπε σε κείνη μια υπόσχεση. Μια αλλαγή που άθελά της τον ώθησε να κάνει. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Ρούφηξε αργά και παθιασμένα τον καπνό, και αντικατέστησε τις μέχρι τώρα σκέψεις του με μία καινούργια. Ο τάδε βαρέθηκε να είναι τάδε. Θα αποκτούσε όνομα δικό του. Και το παιδί που κρυβόταν ενδόμυχα θα ξεπρόβαλε περήφανα. Και τα δάκρυά του θα τα χάριζε χωρίς ντροπή σε κείνη, για να της δείξει ότι κλαίει από χαρά που βρίσκεται πλάι του και του δίνει κουράγιο να διαχειριστεί το κενό του. Ανασηκώθηκε και πήγε να πλαγιάσει δίπλα της. Να της κρατήσει το χέρι και να χρωματίσει μαζί της τις εικόνες του.